-
1 броня
1. (защитная обшивка) о θώραξ, ο θώρακας, η θωράκιση 2. (закрепление кого-, что-л. за кем-, чем-л.) η εξασφάλιση Закрепление) тех. η (προ)εξασφάλιση 4. (кабельная) о προστατευτικός οπλισμός καλωδίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > броня
-
2 обеспечение
обеспечение с 1) (чём-л.) ο εφοδιασμός 2) (гарантия) η εξασφάλιση, η εγγύηση; социальное \обеспечение η κοινωνική πρόνοια* * *с1) (чём-л.) ο εφοδιασμός2) ( гарантия) η εξασφάλιση, η εγγύησηсоциа́льное обеспе́че́ние — η κοινωνική πρόνοια
-
3 обеспечение
-я ουδ.1. εξασφάλιση•обеспечение прочного мира εξασφάλιση σταθερής ειρήνης.
2. αντίκρυσμα•золотое обеспечение αντίκρυσμα σε χρυσό.
-
4 бронирование
I.(покрытие бронёй) η θωράκωσηII.(закрепление кого-, чего-л. за кем-, чем-л.) το κλείσιμο, η εξασφάλιση-ть κλείνω, εξασφαλίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бронирование
-
5 газификация
1. (снабжение газом) η εξασφάλιση παροχής αερίου 2. (превращение твёрдого или жизкого топлива в газ) η αεριοποίηση, η εξαερίωσηподземная - υπόγεια -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газификация
-
6 загрузка
1. (процесс) η φόρτωσ/η, η φόρτιση, το φόρτωμαначальная вчт. αρχική -ручная мет. - διά χειρός2. (загружаемый материал) το υλικό φόρτωσης, το φορτίο 3. (обеспеченность работойоборудования, машины и т.п.) η εξασφάλιση (με εργασία, φορτίο κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загрузка
-
7 закладная
η υποθήκη, η ομολογία, η εγγύηση* именная - ονομαστική -, - под недвижимость - εγγραφομένη επί ακινήτου περιουσίαςтаможенная - η εγγύηση (προς το τελωνείο για εξασφάλιση της καταβολής των δασμών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закладная
-
8 обводнение
(комплекс гидротехнических мероприятий по обеспечению водой) η υδροδότησηη εξασφάλιση παροχής του νερούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обводнение
-
9 обеспечение
1. (снабжение) о εφοδιασμός, η παροχή 2. (поддержка,помощь) η υποστήριξη, η ενίσχυση, η επιδότηση 3. (пре-дусмотрение возможности чего-л. или длячего-л.) η εξασφάλιση, η διασφάλιση, η πρόβλεψη 4. (ответственность за реализацию)η εγγύηση, ο έλεγχος 5. (ЭВМ)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обеспечение
-
10 патентирование
η εξασφάλιση του προνομίου/διπλώματος ευρεσιτεχνίας, το πατε-ντάρισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > патентирование
-
11 приготовление
1. (приведение в состояние готовности) η προετοιμασία 2. (изготовление) η προπαρασκευή, η προετοιμασία 3. (заблаговременное выполнение, осуществление) η προετοιμασία, η εξασφάλιση, διασφάλιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приготовление
-
12 закрепление
закреплениес1. (прикрепление) ἡ στε-ρέωση [-ις], ἡ σύσφιξη [-ις]·2. (обеспечение за кем-л.) ἡ ἐξασφαλιση [-ις], ἡ παραχώρηση γιά μόνιμη χρήση·3. мед. ἡ δυσ-κοιλιότητα [-ης]·4. фото, тех. ἡ στε-ρέωση [-ις], τό φιξάρισμα. -
13 обеспечение
[αμπισπιέτσιενιιε] ουσ. ο. εξασφάλιση -
14 обеспечение
[αμπισπιέτσιενιιε] ουσ ο εξασφάλιση -
15 бронирование
-я ουδ.θωράκιση. || εξασφάλιση. -
16 броня
-и (-и) θ.1. παλ. θώρακας πολεμιστή.2. θώρακας πλοίου.3. προορισμός για ορισμένη χρήση, εξασφάλιση. -
17 гарантия
-и θ.εγγύηση. || εξασφάλιση. -
18 загрузка
-и θ.1. φόρτωση.2. μτφ. εξασφάλιση δουλειάς•работа при полной -е δουλειά φόρτσα ή κάργα.
-
19 закрепление
-я ουδ.1. βλ. закрепка (ι ση μ).2. εξασφάλιση. || μόνιμη παραχώρηση.3. σταμάτημα της διάρροιας,4. (φωτογρ.) στερέωση, φιξάρισμα. -
20 застрахование
-я ουδ.ασφάλεια (ζωής, περιουσίας κλπ.). || προφύλαξη, εξασφάλιση από κίνδυνο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εξασφάλιση — η 1. η πλήρης ασφάλιση, η κατοχύρωση, το σιγουράρισμα. 2. εγγύηση που δίνεται για εξασφάλιση, για κατοχύρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξασφάλιση — η 1. η πλήρης ασφάλιση, η κατοχύρωση 2. η εγγύηση που προκαταβάλλεται για κατοχύρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξασφαλίζω. Η λ. στον λόγιο τ. εξασφάλισις μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωΐδη] … Dictionary of Greek
ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… … Dictionary of Greek
όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… … Dictionary of Greek
Γη Μήτηρ — (Μητέρα Γη). Υπέρτατη γυναικεία θεότητα των αρχαίων γεωργικών πολιτισμών, η οποία εξασφάλιζε τη γονιμότητα των αγρών. Η θρησκευτική ιδέα που ενυπάρχει στη λατρεία της Γ.Μ. βασίζεται στο ότι η γεωργία αποτελεί το θεμέλιο κάθε μορφής πολιτισμού και … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… … Dictionary of Greek
αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής … Dictionary of Greek
αστυνομία — Κρατική εξουσία που έχει ως έργο την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την κατοχύρωσή τους από κάθε απειλή. Η συγκρότηση της κρατικής αυτής δύναμης αποτελεί εκδήλωση της ανάγκης των κοινωνικών ομάδων να προστατευτεί το κύρος των νόμων… … Dictionary of Greek